- βαρεμάρα
- η [βαρεμός]σωματική ή ψυχική κόπωση, ανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρεμάρα — η βαργεστιμάρα: Η ζέστη μάς φέρνει μεγάλη βαρεμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
αβαρεμάρα — η [βαρεμάρα] η αβαρεσιά* … Dictionary of Greek
βαρεμός — ο [βαριέμαι] 1. βαρεμάρα, ανία 2. αηδία … Dictionary of Greek
βαριεστάω — (βαριεστάω), (βαριέστησα) βαριεστημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: βαριεστάω : εύχρηστη είναι κυρίως η μτχ. βαριεστημένος (σπάνια βαριεστισμένος, από το βαριεστίζω, που δε συνηθίζεται) που χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει βαρεμάρα,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής